- ανθρωποειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή1. αυτός που μοιάζει με τον άνθρωπο: Από τους πιθήκους τέσσερα μόνο γένη μοιάζουν με τον άνθρωπο και γι' αυτό ονομάστηκαν ανθρωποειδείς.2. ανθρωποειδή, τα και ανθρωποειδείς, οι ονομάστηκαν οι πίθηκοι ουραγκοτάγκος, χιμπαντζής, γορίλας και γίβωνας, γιατί γνωρίσματά τους ανατομικά και ψυχικά συγγενεύουν με όμοια του ανθρώπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.