ανθρωποειδής

ανθρωποειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή
1. αυτός που μοιάζει με τον άνθρωπο: Από τους πιθήκους τέσσερα μόνο γένη μοιάζουν με τον άνθρωπο και γι' αυτό ονομάστηκαν ανθρωποειδείς.
2. ανθρωποειδή, τα και ανθρωποειδείς, οι ονομάστηκαν οι πίθηκοι ουραγκοτάγκος, χιμπαντζής, γορίλας και γίβωνας, γιατί γνωρίσματά τους ανατομικά και ψυχικά συγγενεύουν με όμοια του ανθρώπου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνθρωποειδής — like a man masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωποειδής — ές (Α ἀνθρωποειδής) ανθρωπόμορφος, αυτός που μοιάζει με άνθρωπο («ἀνθρωποειδεῑς θεοί», «ἀνθρωποειδεῑς πίθηκοι» Αριστοτέλης) …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρωποειδῆ — ἀνθρωποειδής like a man neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνθρωποειδής like a man masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνθρωποειδής like a man masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποειδέστερον — ἀνθρωποειδής like a man adverbial comp ἀνθρωποειδής like a man masc acc comp sg ἀνθρωποειδής like a man neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποειδεῖ — ἀνθρωποειδής like a man masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνθρωποειδής like a man masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποειδεῖς — ἀνθρωποειδής like a man masc/fem acc pl ἀνθρωποειδής like a man masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποειδέα — ἀνθρωποειδής like a man neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀνθρωποειδής like a man masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποειδές — ἀνθρωποειδής like a man masc/fem voc sg ἀνθρωποειδής like a man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευράνθρωπος — Ανθρωποειδής του κατώτερου πλειστοκαίνου. Ονομάζεται και άνθρωπος του Μάουερ. Βλ. λ. προανθρωπίδες …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρωποειδεστάτους — ἀνθρωποειδής like a man masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”